- κάρδακες
- κάρδακες, οἱ (Α)οι ξένοι μισθοφόροι τού περσικού στρατού(α. «κάρδακεςοἱ στρατευσάμενοι βάρβαροι ὐπὸ τῶν Περσῶνκαὶ ἐν Ἀσίᾳ οὕτω καλοῡσι τοὺς στρατιώτας, οὐκ ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου, ἀλλ' ὅτι πάντα τὸν ἀνδρεῑον ἤ κλῶπα λέγουσι κάρδακα», Ησύχ.β. «καλοῡνται δ' οὗτοι κάρδακες ἀπὸ κλοπείας τρεφόμενοι» [και η λ. παράγεται από την περσ. λ. κάρδα] «κάρδα γὰρ τὸ ἀνδρῶδες καὶ πολεμικὸν λέγεται», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η πληροφορία τού Στράβ. είναι αμφίβολη].
Dictionary of Greek. 2013.