κάρδακες

κάρδακες
κάρδακες, οἱ (Α)
οι ξένοι μισθοφόροι τού περσικού στρατού
(α. «κάρδακες
οἱ στρατευσάμενοι βάρβαροι ὐπὸ τῶν Περσῶν
καὶ ἐν Ἀσίᾳ οὕτω καλοῡσι τοὺς στρατιώτας, οὐκ ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου, ἀλλ' ὅτι πάντα τὸν ἀνδρεῑον ἤ κλῶπα λέγουσι κάρδακα», Ησύχ.
β. «καλοῡνται δ' οὗτοι κάρδακες ἀπὸ κλοπείας τρεφόμενοι» [και η λ. παράγεται από την περσ. λ. κάρδα] «κάρδα γὰρ τὸ ἀνδρῶδες καὶ πολεμικὸν λέγεται», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η πληροφορία τού Στράβ. είναι αμφίβολη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • CARDACES — Asiae minoris populi, Polybius et Arrian. Hesych. Κάρδακες οἰ ςτρατευσάμενοι βάρβαροι ὑπὸ Περσῶν καὶ εἰς Α᾿σίαν οὕτω καλοῦσι τοὺς ςτρατιὼτας, ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου. Strab. l. 15. Καλοῦνται δὲ οὗτοι Κάρδακες ἀπὸ κλοπίας τρεφόμενοι. Κάρδα γὰρ τὸ… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”